- παρενθετικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρένθεση2. αυτός που λέγεται ή γράφεται κατά παρένθεση («παρενθετική πρόταση»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τα παρενθετικά» — τα δύο σημεία τής παρενθέσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρένθεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ. Γεράκη].
Dictionary of Greek. 2013.