παρενθετικός

παρενθετικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρένθεση
2. αυτός που λέγεται ή γράφεται κατά παρένθεση («παρενθετική πρόταση»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τα παρενθετικά» — τα δύο σημεία τής παρενθέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρένθεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ. Γεράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρενθετικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρένθεση: Παρενθετική πρόταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεκβατικός — ή, ό / παρεκβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρεκβαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέκβαση ή κάνει συχνές παρεκβάσεις μσν. αρχ. (για λόγο) παρενθετικός («παρεκβατικός λόγος»). επίρρ... παρεκβατικώς / παρεκβατικῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο παρεκβατικό …   Dictionary of Greek

  • παρεμβατικός — ή, ό [παρεμβαίνω] 1. παρενθετικός, μεσολαβητικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέμβαση ή διενεργεί παρέμβαση 3. χαρακτηριστικός τής παρέμβασης ή τού παρεμβατισμού («παρεμβατική πολιτική») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”